Wednesday, September 8, 2010

Haruki Murakami – Norwegian Wood

Όσο πιο πολύ διαβάζω Χαρούκι Μουρακάμι τόσο πιο πολύ πείθομαι ότι ο καλός συγγραφέας είναι θύμα της φήμης του. Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι διάφοροι κριτικοί συνηθίζουν να «θάβουν» τα βιβλία του από καιρόν εις καιρόν. Ίσως αν μην ήταν τόσο επιτυχημένος, και αν δεν κοίταζε το σήμερα, αλλά το μακρινό χθες της χώρας του, να έχαιρε μεγαλύτερου σεβασμού. Όχι πώς το «Νορβηγικό Δάσος» αναφέρεται στο σήμερα αλλά να, άλλο ο γοητευτικός 19ος αιώνας και άλλος ο 20ος, των σίξτις μάλιστα. Των σίξτις της Ιαπωνίας, και όχι των ΗΠΑ, της Βρετανίας ή της Γαλλίας, τα οποία ωστόσο ήταν επενδυμένα με το ίδιο παντού σάουντρακ: τα τραγούδια των Μπιτλς. Από ένα τραγούδι της μπάντας είναι παρμένος εξάλλου και ο τίτλος του βιβλίου.
Σ’ αυτό παρακολουθούμε τη ζωή ενός φοιτητή στο Τόκιο, που μάλλον δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει. Ο Τορού, ο οποίος μοιάζει να ακροβατεί ανάμεσα στον ενθουσιασμό και την απάθεια, είναι ένας από εκείνους τους ανθρώπους που δε μοιάζουν ικανοί να πάρουν μια απόφαση στη ζωή τους, που αφήνουν τον εαυτό τους να παρασύρεται απ’ των καιρών τα ρεύματα, αλλά και που είναι ικανοί, όταν αγαπήσουν, να χαριστούν σώμα και ψυχή σ’ ένα άτομο, ακόμη κι αν αυτή η πράξη είναι σίγουρο ότι θα τους οδηγήσει σε αδιέξοδο. Σ’ ένα τέτοιο αδιέξοδο μοιάζει να βρίσκεται κι αυτός, όπως τον βλέπουμε να αναπλάθει τη ζωή του μέσα από τις αναμνήσεις του. Από τη μια είναι αθεράπευτα ερωτευμένος με την Ναόκο, το κορίτσι του νεκρού πια καλύτερού του φίλου, κι από την άλλη τον παρακολουθούμε να δένεται όλο και πιο πολύ με την Μιντόρι, μια κοπέλα που έχει καθημερινά πάρε-δώσε με το θάνατο και που πόνεσε περισσότερο από κάθε άλλη. Ο Τορού σ’ ολόκληρη τη διάρκεια της ιστορίας ακροβατεί ανάμεσα στην παράνοια που προβάλλει η δεύτερη και το ψυχικό χάος που καταλαμβάνει την πρώτη, ενώ πού και πού, για να ξεφύγει απ’ την τρέλα που τον απειλεί και να βρει ένα είδος εύθραυστης ισορροπίας, βγαίνει μ’ ένα πλούσιο φίλο του, τον Ναγκασάβα, που δεν έχει και σε μεγάλη υπόληψη τους ηθικούς κανόνες.
Το «Νορβηγικό Δάσος» είναι μια στρωτή ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, που μιλά για τα μη επαναστατημένα νιάτα και τα προβλήματά τους και για τη σύγχρονη Ιαπωνία, όπου οι άνθρωποι μοιάζουν απόλυτα αποξενωμένοι ο ένας απ’ τον άλλο. Ο Τορού, αν και ζει σε φοιτητική εστία μοιάζει να είναι τραγικά μόνος, ενώ η μοναξιά φαίνεται να κατατρώει και τις ζωές των άλλων ηρώων: της Μιντόρι, που παρά το ότι έχει φίλο νιώθει να πνίγεται, της Ναόκο, που μοιάζει να έχει χάσει κάθε επαφή με τον πραγματικό κόσμο, ακόμη και του Ναγκασάβα, που η αδυναμία του να αγαπήσει μία γυναίκα και να της μείνει πιστός τον μεταμορφώνει από ένα αδίστακτο χαρακτήρα σε μια τραγική φιγούρα.
Η μουσική ξεχειλίζει από τις σελίδες του βιβλίου και μοιάζει να είναι το νήμα που δένει τους ήρωες. Μέσα από τα τραγούδια δημιουργούνται νέες αναμνήσεις, επανέρχονται παλιές και γράφονται ακόμη και επικήδειοι λόγοι. Εδώ έχουμε ένα γλυκόπικρο καλογραμμένο κείμενο, που αν και δε φτάνει στο ύψος του Kafka on the Shore, διαβάζεται γρήγορα κι αφήνει έντονο στο μυαλό του αναγνώστη το αποτύπωμά του. Δυτικότροπο; Ίσως ναι. Αλλά αυτό δεν υποβαθμίζει την αξία του.

2 comments:

  1. Ιδιόμορφη περίπτωση ο Μουρακάμι. Το Νορβηγικό του δεν μπορώ να πω ότι μου άρεσε ιδιαίτερα αλλά το Κουρδιστό πουλί ήταν εξαιρετικό.Έχω αφιεριώσει και στα δύο από μία ανάρτηση στο μπλογκ μου. Μόλις ανακάλυψα το συγκεκριμένο και χάρηκα καθότι τυγχάνω λάτρης όχι μόνο της ιαπωνικής λογοτεχνίας αλλά και κινηματογράφου και ό,τι ιαπωνικό

    ReplyDelete
  2. Μου αρέσει και μένα η γιαπωνέζικη τέχνη και κουλτούρα γενικά. Το συγκεκριμένο βιβλίο συμφωνώ ότι δεν είναι το καλύτερό του. Από τα πέντε που διάβασα το αγαπημένο μου με διαφορά είναι το Kafka on the shore

    ReplyDelete