«Όλοι λένε ότι η ζωή είναι μια σκηνή. Αλλά, κατά τα φαινόμενα, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν παθαίνουν εμμονή μ’ αυτή την ιδέα – τουλάχιστον όχι τόσο νωρίς όσο την έπαθα εγώ».
Όπως ακριβώς υποδηλώνει ο τίτλος, σα μια εξομολόγηση διαβάζεται αυτή η νουβέλα. Ο συγγραφέας, ή ο αφηγητής τέλος πάντων, μοιάζει να κάνει μια κατάδυση στις αναμνήσεις του και να μας μιλά για όλα όσα τον σημάδεψαν: βιβλία, ανθρώπους, παραστάσεις, ιδέες, έρωτες.
Το κείμενο αυτό διαβάζεται σαν παραμύθι, ή και σα μια γραφή της αθωότητας. Ο Μισίμα μιλά νοσταλγικά για ένα παρελθόν που έσβησε οριστικά στο πέρασμά του ο χρόνος, αλλά που παραμένει πεισματικά ζωντανό μέσα του. Ένα παρελθόν πολύχρωμο, πού και πού σκληρό, χαρακωμένο από τα ψέματα και τις υπερβολές. «Για πολλά χρόνια υποστήριζα ότι θυμόμουνα πράγματα που συνέβησαν τη στιγμή της γέννησής μου». Μ’ αυτή την πρόταση ανοίγει το βιβλίο δίνοντας το στίγμα για όλα αυτά που θα ακολουθήσουν. Είναι αλήθειες ή ψέματα αυτά που θα διαβάσουμε; Βασίζονται στην πραγματικότητα ή είναι τα δημιουργήματα μιας καλπάζουσας φαντασίας; Είτε έτσι, είτε αλλιώς, δεν έχει σημασία. Εκείνο που έχει σημασία είναι το ταξίδι στο συγγραφικό χρόνο, κι αυτό είναι ένα ταξίδι παλιό και σύγχρονο, χθεσινό και σημερινό. Ο συγγραφέας για μια ακόμη φορά μας μιλά για τα χρόνια της νιότης και για το βάσανό της. Θυμάται ή ίσως και δημιουργεί γεγονότα, απ’ αυτά που ρυθμίζουν τις ζωές των ανθρώπων.
Ο έρωτας, αυτός παίζει εδώ τον πιο σημαντικό ρόλο. Ή μάλλον, τα ερωτικά ξυπνήματα. Η θέα ενός γυναικείου κορμιού, αλλά και ενός αντρικού. Οι σεξουαλικές ορμές, που ακολουθούν τους δικούς τους κανόνες. Οι σκέψεις και οι πράξεις που οδηγούν σε δυσάρεστα τετελεσμένα. Οι κόσμοι που κτίζονται στο φαντασιακό και γκρεμίζονται με πάταγο στο πραγματικό. Το άγγιγμα.
Μέσα στις ψευδαισθήσεις ζούσε καθώς ανακάλυπτε την ερωτική επιθυμία ο ήρωάς μας, όπως ο ίδιος ομολογεί. Ήταν περίεργος κι αυτή την περιέργεια την μεταμόρφωνε σ’ επιθυμία με απρόβλεπτες συνέπειες. Συνέπειες που συνήθως καλούνταν να πληρώσουν οι άλλοι. Η πρώτη εμμονή που ανέπτυξε ήταν για το φιλί: «κάπου όπου θα μπορούσα να αναζητήσω καταφύγιο», παραδέχεται. Για να βρει αυτό το καταφύγιο έπρεπε να υποδυθεί ένα ρόλο – πέρα και έξω από τον εαυτό του. Αμέτρητοι ακόμη θα ακολουθούσαν.
Οι «Εξομολογήσεις μιας μάσκας» μοιάζουν μ’ ένα μακρύ μονόλογο. Σ’ αυτόν ο ηθοποιός-πρωταγωνιστής αδειάζει το μέσα του, βγάζει στο φως τις πικρές του αλήθειες, εξομολογείται, δίχως όμως να ζητά εξιλέωση. «Θέλω μοναχά να σας πω στην ιστορία μου», μοιάζει να ψιθυρίζει μέσα απ’ τις σελίδες και τα κενά των λέξεων. Και είναι μια ιστορία πρωτότυπη, αλλά και συνηθισμένη, μια καταγραφή πράξεων και σκέψεων, που θα μπορούσαν να ανήκουν στον καθένα. Ο Μισίμα χειρίζεται με μαεστρία το, αυτοβιογραφικό ή μη, υλικό του και μας χαρίζει ένα βιβλίο τρυφερό και βίαιο, ενδοσκοπικό και διαβαστερό. Σαν ένα ταξίδι στο μέσα μας.
No comments:
Post a Comment