Αυτό είναι ένα ακόμη από εκείνα τα βιβλία που καταχωρούμε με κάποιες επιφυλάξεις στον κανόνα της ιαπωνικής λογοτεχνίας, κι αυτό αφού η συγγραφέας του είναι γιαπωνεζοαμερικανή. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ιαπωνία, αλλά τώρα ζει στις ΗΠΑ όπου διδάσκει Δημιουργική Γραφή. Το θέμα του βιβλίου της ωστόσο είναι εκατό τοις εκατό γιαπωνέζικο, αφού καταπιάνεται με την ιστορία τριών γενεών γιαπωνέζων γυναικών.
Τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η Γιούκι, κόρη της Σιζούκο του τίτλου. Η τελευταία, φαινομενικά από πάντοτε δυστυχισμένη, αυτοκτονεί, αφήνοντας πίσω της εκείνην, για να ζήσει αρχικά με τη θεία της και μετά με ένα πατέρα και μια μητριά που ουσιαστικά δε δίνουν μία για γι’ αυτήν, αλλά που την αναγκάζουν να ζήσει μαζί τους, απλά και μόνο επειδή ανησυχούν για το τι θα πει ο κόσμος. Μαζί τους και με τις προκαταλήψεις αυτού του είδους τα βάζει σ’ ολόκληρη τη διάρκεια της αφήγησης η Γιούκι. Μόνιμα οργισμένη και επαναστατημένη, κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να μην τους βλέπει και να μην τη βλέπουν, για να μην ακούει τις ιδέες τους για το τι θα πει ο κόσμος. Της φτάνει το ότι είναι η κόρη μιας γυναίκας που αυτοκτόνησε, δεν της χρειάζονται καθόλου οι δικές τους νουθεσίες. Ανάμεσα σ’ αυτή και τα άλλα δύο μέλη της οικογένειάς της αναπτύσσεται ουσιαστικά μια σχέση σιωπηλού μίσους και κρυφής αγάπης. Οι δύο γυναίκες μισούν η μια την άλλη. Ο άντρας αγαπά και τις δύο, αλλά μόνο σ’ αυτήν που παντρεύτηκε τολμά να δείξει την αγάπη του. Κι ας είναι, στο τέλος της ημέρας, μια υστερική στρίγγλα, μια αδίστακτη γυναίκα που εισέβαλε στο σπίτι τους αποφασισμένη να επιβάλει τους δικούς της κανόνες.
Η Γιούκι από την ημέρα που πέθανε η μητέρα της ουσιαστικά βαδίζει μόνη σ’ αυτόν τον κόσμο. Προσπαθεί να τον καταλάβει, αλλά δεν μπορεί να τον αποδεχτεί. Και μοιάζει να συνεχίζει να ζει μόνο και μόνο επειδή υποσχέθηκε στη μητέρα της ότι θα το κάνει. Την ίδια μητέρα που φεύγοντας άφησε πίσω της ένα μικρό γραπτό σημείωμα κι ένα ρητό: «Δε γίνεται δύο πράγματα να είναι απολύτως τα ίδια».
Μιλούσε πολύ με τη μητέρα της, όσο ήταν ζωντανή, συζητούσαν τα πάντα, ακόμη και το θάνατο: «Ίσως μεταμορφωθούμε σε κάτι σαν κι αυτή τη βροχή που τώρα πέφτει όταν πεθάνουμε», της είπε. «Είμαστε εκεί, αλλά όχι στ’ αλήθεια. Θα είμαστε ευτυχισμένες αν έχουμε απλά τη μυρωδιά των χρυσανθέμων και πράσινο τσάι. Δε θα χρειαζόμαστε τίποτα περισσότερο τότε». Όταν κάποια κάποτε τη ρώτησε τι τη δίδαξε η μητέρα της, αυτή απάντησε: «Μου δίδαξε πράγματα που δε θα μπορούσες να κατανοήσεις. Με έμαθε να σκιτσάρω και να ζωγραφίζω. Με δίδαξε τα ονόματα των λουλουδιών και παραμύθια τα οποία μπορώ να διηγηθώ από μνήμης. Ήξερε πράγματα που δε γνώριζε άλλος κανείς».
Η ιστορία αυτή αρχίζει με ένα θάνατο, αλλά σιγά σιγά μοιάζει να οδηγεί την ηρωίδα του στα φωτεινά μονοπάτια της ζωής. Αναλύοντας ξανά και ξανά τη σχέση της με τη μητέρα της, συζητώντας με τη γιαγιά της, καθορίζοντας η ίδια την πορεία της, η Γιούκι κάποτε φτάνει στο συμπέρασμα ότι ναι, αξίζει τον κόπο να αγαπήσει κανείς, κι ας είναι αποδεδειγμένο ότι η αγάπη, ή πιο συγκεκριμένα ο έρωτας, οδηγεί στον πόνο.
Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, με αμέτρητες πινελιές θλίψεις, αλλά και αχτίδες χαράς – όπως ακριβώς είναι και η ζωή.
No comments:
Post a Comment