Διαβάστε βιογραφικό:
Η Χιτόμι Κανεχάρα γεννήθηκε στο Τόκιο στις 8 Αυγούστου του 1983. Της απονεμήθηκε το Subaru Prize για τη λογοτεχνία το 2003 και το Akutagawa Prize το 2004 για την πρώτη της νουβέλα, Hebi ni piasu (Γλώσσα φιδιού, ο τίτλος στα ελληνικά). Η δεύτερή της νουβέλα, Ash Baby (Μωρό της Στάχτης), κυκλοφόρησε στην Ιαπωνία το 2004.
Διαβάζοντας τα πιο πάνω τίθεται αμέσως το ερώτημα: Μα είναι τρελοί αυτοί οι ιάπωνες; Ως γνωστόν, ναι είναι. Αλλά είναι και γνωστικοί. Κι ο τρόπος σκέψης τους είναι πολύ διαφορετικός απ’ το δικό μας. Γι’ αυτό και δεν περιμένουν να γεράσει κάποιος συγγραφέας για να τον βραβεύσουν. Γι’ αυτό και βραβεύουν εικοσάχρονα κορίτσια. Γι’ αυτό και τιμούν τους συγγραφείς της αστυνομικής λογοτεχνίας. Καμία σχέση με το τι συμβαίνει στα μέρη μας δηλαδή.
Τώρα θα με ρωτήσετε: αυτό το βιβλίο άξιζε όντως να βραβευτεί; Για βιβλίο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα σίγουρα ναι. Για τα δύο με τα οποία τιμήθηκε, μάλλον. Και λέω μάλλον αφού δεν έχω γνώση του ποια άλλα βιβλία κυκλοφόρησαν στη χώρα εκείνη τη χρονιά. Εξάλλου, η Κανεχάρα γράφει καλά – πολύ καλά, θα έλεγα.
Το «Γλώσσα φιδιού» είναι ένα βιβλίο σκληρό που γίνεται πού και πού τρυφερό, που μιλά για ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, καθόλου καθώς πρέπει, σκοτεινό κι ανέλπιδο. Είναι η ιστορία της Λουί, του Άμα και του Σίμπα-σαν. Τριών πολύχρωμων χαρακτήρων που ζουν στο περιθώριο της ζωής, αλλά μέσα σ’ αυτή, που γνωρίζουν τις συμβάσεις, αλλά δεν τις αναγνωρίζουν.
Όλα αρχίζουν όταν η Λουί, που μοιάζει με μπάρμπι με πολλά σκουλαρίκια, γνωρίζει τον Άμα, που μοιάζει με φρικιό με ακόμη περισσότερα. Τα βρίσκουν αμέσως μεταξύ τους, κι η πρώτη μετακομίζει στη στιγμή στο σπίτι του δεύτερου. Τι την έκανε να τον προσέξει απ’ την πρώτη στιγμή; Μα, η διχαλωτή του γλώσσα, μια γλώσσα φιδιού, την οποία εκείνος είδε κι έπαθε μέχρι ν’ αποκτήσει και την οποία εκείνη επίσης ποθεί. Αλλά, δεν ποθεί μονάχα αυτή, αλλά και το πιο πρωτότυπο τατουάζ που έγινε ποτέ στην Ιαπωνία. Κι αυτά ακριβώς είναι που την οδηγούν, παρέα με τον Άμα, στο εργαστήρι του Σίμπα-σαν – ενός μάστορα στην τέχνη του τρυπήματος και των τατουάζ. Τότε είναι που αρχίζει και η πτώση.
Η Λουί είναι ένας χαρακτήρας των άκρων. Της αρέσει να πέφτει όλο και πιο πολύ, να βυθίζεται δίχως ενδοιασμούς στα σκοτάδια της σωματικής αμαρτίας και της ψυχικής αβύσσου. Μοιάζει να ζει για να υποφέρει, κι αυτός ακριβώς ο πόνος είναι που την κρατά ζωντανή. Έτσι, ενώ είναι με τον Άμα δεν διστάζει να πάει στο κρεβάτι με τον Σίμπα-σαν, κάποιον που της ομολογεί καθαρά ότι θέλει να την σκοτώσει, ενώ εκστασιάζεται στην ιδέα της μελλοντικής διχαλωτής της γλώσσας τόσο πολύ, που φροντίζει να την αποκτήσει όσο πιο γρήγορα μπορεί οδηγώντας τον εαυτό της στο απόγειο του σωματικού πόνου, στα όρια της παράνοιας. Ο Άμα από την άλλη είναι μεν ένας ψηλός σκληρός τύπος, γεμάτος τατουάζ και τρύπες, αλλά είναι και ευαίσθητος και αγαπά τη Λουί πραγματικά, αφού είναι πρόθυμος να κάνει τα πάντα για κείνη, ν’ αλλάξει ακόμη και την εμφάνισή του, να φτάσει μέχρι και το φόνο. Τέλος, ο Σίμπα-σαν μοιάζει να είναι ένας άνθρωπος δίχως ίχνος ανθρωπιάς πάνω του. Κάποιος που του αρέσει να προκαλεί πόνο, κι ίσως ακριβώς γι’ αυτό διάλεξε το επάγγελμα που κάνει. Ωστόσο, δεν είναι χαμένη υπόθεση η δική του και θα χρειαστεί μια τραγική ανατροπή για να βγάλει στο φως τα υπολείμματα καλοσύνης που κρύβει καλά μέσα του.
Το «Γλώσσα φιδιού» είναι ένα βιβλίο χαρακτήρων, με σκληρή γλώσσα. Η συγγραφέας καθόλου δεν χαρίζεται στους ήρωές της και δεν κάνει εκπτώσεις σ’ αυτά που θέλει να πει – κι αυτά είναι πολλά, καθώς διυλίζει μια σχετικά αόρατη όψη της ιαπωνικής κοινωνίας με τη γραφίδα της και φέρνει στο φως πράγματα που οι «πολιτικώς ορθοί» συμπατριώτες της δεν θέλουν να δουν. Πράγματα που γνωρίζουν, αλλά επιμένουν να αγνοούν. Σεξ, βία, ναρκωτικά, αλκοόλ, πορνεία, φοβίες – όλα περνούν από το μικροσκόπιο της Κανεχάρα, κάνοντας αυτό το ολιγοσέλιδο πόνημά της ένα καθ’ όλα αξιόλογο ανάγνωσμα.
Δεν θα το σύστηνα σε αναγνώστες με αδύναμο... στομάχι.
No comments:
Post a Comment