Η «Σιωπή» είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που είτε σου αρέσουν είτε όχι – ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία σου. Και είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που σηκώνουν διαφορετικές ερμηνείες. Κάποιος θα το αποκαλούσε ύμνο στην πίστη του ανθρώπου στο θεό και κάποιος άλλος αποκάλυψη της αδυναμίας αυτής της πίστης. Ίσως κάποιον να τον ενοχλούσε η θρησκευτικότητά του και τα ερωτήματα που θέτει, και μπορεί κάποιον άλλον να τον εξόργιζαν οι πράξεις του ήρωά του. Αν έπρεπε να περιγράψουμε τη «Σιωπή» με λίγα λόγια θα λέγαμε ότι είναι μια ιστορία που μιλάει για την πίστη και την πτώση.
Όλα αρχίζουν το 1640 όταν δύο πορτογάλοι ιεραπόστολοι αναχωρούν μυστικά για την Ιαπωνία, σε μια προσπάθεια να συμπαρασταθούν στον υπό δίωξη χριστιανικό πληθυσμό της χώρας. Το μακρινό και επίπονό τους ταξίδι θα τους φέρει από τη Λισαβόνα στο Μακάο, από όπου θα ψάξουν να βρουν κάποιο άλλο καράβι για να φτάσουν στον προορισμό τους, αφού η έλευση πορτογαλικών πλοίων στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου έχει απαγορευθεί. Τελικά θα επιβιβαστούν σ’ ένα κινέζικο πλοίο, παρέα μ’ ένα βρώμικο ιάπωνα χριστιανό, που μέλλεται να παίξει σημαντικό ρόλο στη συνέχεια της ιστορίας, και θα καταπλεύσουν -με το φόβο να τους τρώει τα σωθικά- για την εξωτική χώρα των χριστιανικών τους ονείρων.
Όταν τελικά καταφέρουν να φτάσουν εκεί θα εγκατασταθούν σε μια καλύβα πάνω από ένα χωριό, στο οποίο κατοικούν χριστιανοί. Για όσο καιρό θα παραμείνουν εκεί θα κοιμούνται και θα ξυπνούν κάθε μέρα με το φόβο, αφού αν τύχει και συλληφθούν, αν δεν αποκηρύξουν τη θρησκεία τους, τους περιμένει ο θάνατος.
Στην αρχή όλα πηγαίνουν καλά. Οι χωρικοί τους εξασφαλίζουν τα προς το ζην, και τους επισκέπτονται δύο-δύο κάθε μέρα, για να μην κινούν υποψίες, εξομολογούνται τις αμαρτίες τους, ακούνε την κατήχηση και παίρνουν τις ευλογίες των ιερωμένων. Ωστόσο μετά την επίσκεψη τους σ’ ένα μικρό γειτονικό νησί, η τύχη τους θ’ αλλάξει συνταρακτικά. Κάποιος θα τους προδώσει, βάζοντας σε μεγάλους μπελάδες τόσο τους ίδιους, όσο και τους χριστιανούς που μέχρι τότε εξασκούσαν την πίστη τους στα κρυφά. Σαμουράι θα καταφθάσουν απροειδοποίητα στην περιοχή αναζητώντας τους, και από τη στιγμή που αυτοί παραμένουν άφαντοι θα αποφασίσουν να τιμωρήσουν τους χωρικούς για την απείθειά τους. Θα συλλάβουν λοιπόν κάποιους και θα τους υποβάλουν σ’ ένα μαρτυρικό θάνατο, ενώ κάποιους άλλους, που θα αποκηρύξουν την πίστη τους, θα τους αφήσουν να ζήσουν.
Οι δύο ιερωμένοι, μη έχοντας άλλη επιλογή, θα αναχωρήσουν εσπευσμένα, ακολουθώντας διαφορετικούς δρόμους. Ο ένας από αυτούς, και βασικός πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Σεμπαστιάου Ροντρίγκες, καθώς θα περιπλανιέται στις ερημιές της άγνωστης ιαπωνικής φύσης, θ’ απασχολεί το μυαλό του με «βλάσφημα» ερωτήματα του τύπου: γιατί δεν επενέβη ο θεός για να σώσει τους πιστούς του; Και θα σκέφτεται κι εκείνον τον καημένο τον Ιούδα, με φανερή συμπάθεια, αφού θεωρεί ότι υπήρξε θύμα της μοίρας του και τίποτα περισσότερο.
Οι περιπλανήσεις του θα τον οδηγήσουν μακριά, αλλά όχι στην ασφάλεια, αφού κάποτε θα συλληφθεί. Και τότε θα βρεθεί αντιμέτωπος με τους χειρότερους φόβους του: θα αντέξει τα βασανιστήρια και θα μαρτυρήσει στο όνομα του Χριστού ή θ’ αποκηρύξει την πίστη του και θα ζήσει; Η απάντηση δίνεται από τον πρόλογο ουσιαστικά του βιβλίου, τον οποίο υπογράφει ο Μάρτιν Σκορσέζε, έτσι δεν έχουμε κι εμείς κάποιο λόγο να την κρύψουμε. Την παραθέτουμε με τα δικά του λόγια: «…Όποτε προσευχόμουν, το πρόσωπό σου εμφανιζόταν μπροστά μου. Όταν βρισκόμουν ολομόναχος, έβλεπα το πρόσωπό σου να με ευλογεί. Όταν με συνέλαβαν, το πρόσωπό σου, που μου παρουσιάστηκε όπως τότε που σήκωνες το σταυρό σου, μου έδωσε ζωή. Αυτό το πρόσωπο είναι βαθιά χαραγμένο στην ψυχή μου – το ωραιότερο, το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο ζούσε μέσα στην καρδιά μου. Και τώρα πρόκειται να το ποδοπατήσω μ’ αυτό το πόδι».
Ο αγώνας, η αγωνία και η πτώση. Η ιστορία ενός ανθρώπου που πίστευε ότι μπορούσε να αντέξει τα πάντα, αλλά που πρόδωσε την πίστη του. Ο Ιούδας το έκανε επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, αυτός από δική του επιλογή. Ποιος είναι ο μεγαλύτερος προδότης;
Ένα βιβλίο κάπως δύσκολο, καλογραμμένο, αλλά όχι υποβλητικό. Όπως διαβάζω κάποιοι το χαρακτηρίζουν σαν το αριστούργημα του Έντο. Είναι; Δεν ξέρω. Το «Ένας υπέροχος τρελός», που ήδη παρουσίασα εδώ μου άρεσε περισσότερο. Όσο για τη μετάφραση, από τη στιγμή που έγινε από τα αγγλικά, δεν μπορούμε να την κρίνουμε. Επισημαίνουμε ωστόσο κάποιες παρατυπίες: Κάπου η Παναγία αναφέρεται σαν Μαρία, ακολουθώντας το αγγλικό κείμενο, ενώ και οι χριστιανικές ημερομηνίες δεν ξέρω κατά πόσο υπήρχαν στο πρωτότυπο, αφού τότε στην Ιαπωνία αυτές καθορίζονταν από τις διάφορες «αυτοκρατορικές» εποχές.
το εχω διαβασει,ειναι παρα πολυ καλο και μεταφερει καλα και την σχεση του απλου λαου με την καστα των αριστοκρατων/πολεμιστων,οπως επισης και την φτωχεια που μαστιζε τους φτωχους.
ReplyDelete