«Αν και η ομορφιά χαρίζει τον εαυτό της στους πάντες, στην πραγματικότητα δεν ανήκει σε κανένα».
Ποιητικές στιγμές, βαθυστόχαστες σκέψεις και απαισιοδοξία στάζει αυτό το μυθιστόρημα. Ο Μισίμα ρίχνει μια σκοτεινή ματιά στην ψυχή ενός αγοριού -στην αρχή κι ενός νέου άντρα στη συνέχεια- που αρχίζει να ανοίγει τα μάτια του στον κόσμο κάτω από κάθε άλλο παρά συνηθισμένες συνθήκες, αφού λίγο-πολύ είναι, ή μάλλον νιώθει αιχμάλωτος. Αιχμάλωτος της απόφασης των γονιών του να τον στείλουν να μεγαλώσει σ’ ένα βουδιστικό ναό, και μετά αιχμάλωτος και του ίδιου του ναού, που δεν τον αφήνει να ζήσει τη ζωή όπως τη θέλει – κι ας μην ξέρει τι ακριβώς είναι αυτό που θέλει.
Ο συγγραφέας φαίνεται να θέλει να μας πει ότι κάποιοι άνθρωποι πέφτουν πάντα θύματα των επιθυμιών των άλλων, αλλά και της δικής τους αναποφασιστικότητας. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με τον ήρωά μας, τον νεαρό Μιζογκούσι. Πρόκειται για έναν από εκείνους τους ανθρώπους, που μοιάζουν να αιωρούνται μόνιμα πάνω από το κενό. Τη μια θέλει να κάνει το ένα πράγμα, την άλλη το επόμενο, είναι αντικοινωνικός, αλλά νιώθει έντονα την ανάγκη της επαφής με τους άλλους, είναι δειλός, κι όμως δε διστάζει να διαπράξει έγκλημα, είναι καλός, κι όμως η ιδέα της καταστροφής τον γεμίζει ευδαιμονία. Καθώς παρακολουθούμε την πορεία του στο χρόνο, νιώθουμε όλο και πιο σίγουροι ότι αυτός δε θα συναντήσει ποτέ την ευτυχία. Πού και πού τον αγγίζουν κάποιες μικρές χαρές, αλλά δεν υπάρχει έστω και μία πιθανότητα να γίνει ευτυχισμένος. Κι αυτό επειδή η ύπαρξή του όλη ξεχειλίζει από θλίψη και μια μόνιμη αίσθηση του ανικανοποίητου. Νιώθει ότι ο κόσμος όπως τον βλέπει, όπως τον ζει, δεν ανήκει σ’ αυτόν, αλλά μονάχα στους άλλους. Κι αυτό τον κόσμο θέλει να τον γκρεμίσει. Ωστόσο δεν το μπορεί. Η δειλία του τον αποτρέπει, αλλά και τον καθοδηγεί. Η τύχη μοιάζει να του ρίχνει χαστούκια, αλλά και να τον σπρώχνει, προς την αυτοκαταστροφή.
Ο Μιζογκούσι μοιάζει μ’ ένα σύγχρονο έφηβο, που προσπαθεί μάταια να βγάλει νόημα από τη ζωή, να καταλάβει τον κόσμο που τον περιτριγυρίζει. Είναι μόνος και συγχυσμένος. Είναι γαλήνιος και οργισμένος. Θέλει να ερωτευτεί και να σκοτώσει. Να ζήσει έντονα και να σκοτωθεί.
Ο Μισίμα, που μοιάζει να μοιράζεται πολλά κοινά με το δημιούργημά του, σκιαγραφεί τη νεαρή ψυχή του αναλυτικά και σε βάθος. Βγάζει τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία της στο φως, χώνεται βαθιά στα σκοτάδια της. Η θλίψη του ήρωα μοιάζει να είναι θλίψη και του δημιουργού, που φαίνεται να βγάζει κραυγές απόγνωσης. Αυτός ο κόσμος πρέπει να αλλάξει ή να γκρεμιστεί, μέσος δρόμος δεν υπάρχει, μας λέει έμμεσα, κι ο Μιζογκούσι τελικά σπεύδει να μεταμορφώσει τα λόγια σε πράξεις. Σε πράξεις τρομακτικές, μα που στο τέλος της ημέρας μοιάζουν δικαιολογημένες.
Σ’ αυτή την ιστορία δεν υπάρχουν καλοί και κακοί – όλοι οι ίδιοι είναι. Σοφοί και βλάκες, ευλαβείς και αμαρτωλοί, όλοι τα ίδια κρίματα κουβαλάνε, και ο αναγνώστης, αν και δεν είναι εύκολο να τους συμπαθήσει, θέλοντας και μη αναγκάζεται να τους αντικρίσει με κατανόηση. Κι αυτό, αφού με τα λόγια και με τις πράξεις τους, όλο και κάτι θα του θυμίζουν απ’ τον δικό του εαυτό.
Γλυκόπικρο, σαν ποίημα ερωτικό και σαν ελεγεία.
No comments:
Post a Comment