«…Αν όλα τα σημεία της ομορφιάς είναι ίσης αξίας, τότε η γυναίκα με τον κακό χαρακτήρα είναι αυτή που θα με τραβήξει… Συμβαίνει να συναντάει κανείς μερικές φορές γυναίκες που το πρόσωπό τους φανερώνει σκληρότητα – αυτές είναι που μου αρέσουν περισσότερο απ’ όλες… Αν έβρισκα μια που να είναι στ’ αλήθεια κακιά, πιστεύω ότι θα ήμουν τρομερά ευτυχισμένος να συζούσα μαζί της ή, αν αυτό δεν ήταν εφικτό, να μπορώ τουλάχιστον να ζω εκεί που ζει κι αυτή και να έχω μαζί της σχέσεις οικειότητας…»
Τα πιο πάνω είναι αρκετά για να μας περιγράψουν τον τρόπο που σκέφτεται ο γέρος, ή αν προτιμάτε ο τρελός γέρος, του τίτλου. Πρόκειται για ένα άντρα πολύ άρρωστο που τίποτα πια δεν περιμένει απ’ τη ζωή. Με τη γυναίκα του κοιμούνται χώρια εδώ και χρόνια, η παρουσία του γιου του τον αφήνει μάλλον αδιάφορο, και με τους λοιπούς συγγενείς δεν έχει πολλά πάρε δώσε. Ένας νεκρός εν αναμονή, λοιπόν, που ωστόσο χάρη σε μια γυναίκα παραμένει πεισματικά γραπωμένος απ’ τη ζωή. Κι η γυναίκα αυτή είναι η Σάτσουκο, η νύφη του, μια πρώην χορεύτρια του Μιούζικ Χολ. Η τελευταία μοιάζει ν’ απολαμβάνει τη ζωή όσο άλλος κανείς, δίχως να ασχολείται με τους καθωσπρεπισμούς και τα Μη, της οικογένειας στην οποία έχει εισέλθει, γι’ αυτό και ο γέρος την ερωτεύεται με πάθος. Ίσως να φταίει το ότι του θυμίζει τα οριστικά χαμένα του νιάτα, ίσως να είναι η απερίγραπτη ομορφιά της και οι παιχνιδιάρικοί της τρόποι, ίσως και το ότι είναι πέρα ως πέρα συμφεροντολόγα, αλλά καθόλου δεν προσπαθεί να το κρύψει.
Το βιβλίο αυτό, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι είναι το χρονικό μιας σωματικής αρρώστιας, και η καταγραφή κάποιας άλλης, ψυχολογικής υφής. Ένα σώμα που καταρρέει και φλερτάρει με το θάνατο, μια ψυχή με λάγνες αναλαμπές που το κρατούν στη ζωή. Κι ο αγώνας. Ο καθημερινός αγώνας την έκβαση του οποίου μαθαίνουμε από τα ημερολόγια. Ένας αγώνας από χέρι χαμένος, που ωστόσο προσφέρει στον «αθλητή» μεγάλες συγκινήσεις.
Διαβάζοντας κανείς αυτό το βιβλίο αντιλαμβάνεται ότι ο γέρος δεν είναι και τόσο τρελός: ότι απλά προσπαθεί να ζήσει κάτι το μοναδικό προτού πεθάνει. Και κάνει ό,τι κάνει όχι παρασυρμένος από τις σχεδόν ανύπαρκτες ερωτικές ορμές του, αλλά έχοντας σώας τας φρένας. Τα βλέπει όλα σαν ένα παιχνίδι, ένα παιχνίδι που πάντα παραμένει ισόπαλο, αφού στη διάρκειά του οι δύο άμεσα ενδιαφερόμενοι, σημειώνουν ο καθένας τις δικές του νίκες. Του ενός είναι λάγνα πνευματικές, της άλλης ευδόκιμα υλικές.
Αυτό δεν είναι ένα από εκείνα τα βιβλία τα οποία θα μπορούσε να συστήσει κανείς ελαφριά τη καρδία στους άλλους. Οι φίλοι του Τανιζάκι, και της ιαπωνικής λογοτεχνίας γενικότερα, μάλλον θα το απολαύσουν, αλλά κάποιοι άλλοι ίσως το θεωρήσουν από ενοχλητικό, ως πληκτικό και διεστραμμένο. Ωστόσο, δε λέει κάτι το πρωτόγνωρο για την εποχή μας, οπότε μάλλον και δεν τίθεται θέμα πρόκλησης.
Η μετάφραση του Παναγιώτη Ευαγγελίδη, ως συνήθως, πολύ καλή, αλλά θα ήθελα να επισημάνω ότι οι (χρήσιμες πάντοτε) σημειώσεις, ειδικά στις πρώτες σελίδες του κειμένου, καταντούν κουραστικές και αποσπούν την προσοχή από το κυρίως περιεχόμενο. Ίσως θα ήταν καλύτερα να τυπώνονταν σε ένα ένθετο στο τέλος του βιβλίου.
No comments:
Post a Comment