«Οι άγριες χήνες» γράφτηκαν πριν από ένα αιώνα, ανάμεσα στο 1911 και το 1913 και καθιέρωσαν τον συγγραφέα τους στην Ιαπωνία.
Πρόκειται για μια ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα, κοινωνικών συμβάσεων, εθίμων και αλλαγών. Η Οταμά είναι μια πανέμορφη νέα γυναίκα που αναγκάζεται να γίνει η ερωμένη ενός άσχημου και αδίστακτου άντρα, του τοκογλύφου Σουεζό. Έχοντας περάσει από ένα άσχημο γάμο, που φαινομενικά της έχει στερήσει κάθε ελπίδα για μια καλή ζωή, η Οταμά βλέπει στο πρόσωπο του Σουεζό ένα σωτήρα και δυνάστη την ίδια ώρα. Σωτήρα επειδή βγάζει αυτήν και τον ταλαίπωρο γέρο πατέρα της από τα οικονομικά τους αδιέξοδα. Δυνάστη επειδή πρέπει να γίνει η ερωμένη του παρά το ότι δεν τον αγαπά.
Ο συγγραφέας παρακολουθεί στενά τις σκέψεις και τις δράσεις των ηρώων του, καταγράφει τις συγκρούσεις ανάμεσα στα θέλω και τα πρέπει τους. Περιγράφει λιτά αλλά άμεσα τη ψυχολογική κατάσταση της γυναίκας, που από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε από την αξιοπρεπή φτώχεια στα καταφρονητέα πλούτη, την παράδοσή της στο πεπρωμένο αλλά και τα όνειρά της για μια άλλη καλύτερη ζωή. Η Οταμά μοιάζει σαν πουλί στο κλουβί, φυλακισμένη πίσω από τα σίδερα της ανάγκης. Την ίδια ώρα ο πατέρας της νιώθει χαμένος. Η νέα του πλούσια ζωή, του φαίνεται λειψή δίχως εκείνην. Του λείπει και η δουλειά. Αλλά σιγά σιγά συνηθίζει. Έχοντας μεγαλώσει μόνος και με μεγάλη δυσκολία την κόρη του, πιστεύει πώς ό,τι έγινε έγινε για το καλό της. Αλλά ίσως απλά να προσπαθεί να κρύψει τις ενοχές του. Ο Σουεζό από την άλλη συμπεριφέρεται σαν να έχει αποκτήσει την απόλυτη ευτυχία. Ξεκινώντας από πολύ χαμηλά σκαρφάλωσε στην κορυφή, έχοντας σαν μοναδικά όπλα την πανουργία και τη φιλαργυρία του. Ήταν ένα απόβρασμα της κοινωνίας -πλην πλούσιο απόβρασμα- κι η Οταμά ήταν λες το τρόπαιο που του έλειπε, αυτό που θα δικαίωνε την ύπαρξή του. Ένα τρόπαιο όμως φευγάτο, αφού αν και ήταν ο εραστής της, εκείνη ποθούσε κάποιον άλλο. Κι αυτός ήταν ο Οκαντά, ένας φοιτητής που περνούσε συχνά πυκνά έξω από την πόρτα της στη διάρκεια των καθημερινών του περιπάτων. Η μορφή του φάνταζε στα μάτια της ευγενής. Το είναι του όλο την έκανε να τον ερωτευτεί και να τον ερωτευτεί μάταια.
Ο Μόρι δεν ενδιαφέρεται τόσο να γράψει μια ιστορία έρωτα όσο το να περιγράψει τις κοινωνικές συνθήκες μιας μεταιχμιακής εποχής. Μιας εποχής όπου η ιαπωνική κοινωνία δυτικοποιείται και αλλάζει ριζικά, όπου ο κόσμος ξαφνικά μικραίνει και οι άνθρωποι συναντιόνται στα σταυροδρόμια του χρόνου. Οι ήρωές του, είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο, είναι όλοι χαμένοι, ακόμη και ο ψωροπερήφανος Σουεζό: χαμένοι στο μέσα τους, ανήμποροι ν’ αντισταθούν στη μοίρα, πλούσιοι μα φτωχοί, ξερόλες που δεν μπορούν να κατανοήσουν αυτά που τους συμβαίνουν. Παρά το ότι τους ταλαιπωρεί όμως την ίδια ώρα μοιάζει να τους παρατηρεί με συμπόνια. Σα να θέλει να μας πει ότι δε φταίνε αυτοί, φταίνε απλά οι καιροί.
Μια όμορφη στρωτή ιστορία που διαβάζεται σε μια καθισιά και που στο τέλος αφήνει πίσω της μια γλυκόπικρη γεύση. Σαν ένα κόκκινο αλλά όχι γλυκό κεράσι.
No comments:
Post a Comment