Οι «Ξένοι» ή μάλλον «Άγνωστοι» είναι μια ιστορία φαντασμάτων, που δεν προκαλεί τόσο πολύ τον τρόμο όσο την έκπληξη. Ο συγγραφέας αφηγείται στο πρώτο πρόσωπο τις περιπέτειες του μεσήλικα σεναριογράφου Χαράτα, που κάποια νύχτα αποφασίζει να επιστρέψει στην παλιά του γειτονιά, όπου και γνωρίζει έναν άντρα, ο οποίος μοιάζει εκπληκτικά με τον πατέρα του. Το μόνο που αυτός πέθανε χρόνια πριν, σ’ ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, μαζί με τη μητέρα του. Από μια παρόρμηση τον ακολουθεί και ακριβώς τότε είναι που η πραγματικότητα που ζει, αρχίζει να συμπλέει με τη φαντασία, ή μάλλον με τα προσωπικά του φαντάσματα. Ο άντρας, που αποδεικνύεται όντως ότι είναι ο πατέρας του, παραμένει στην ηλικία των 37 χρόνων, όταν και πέθανε, ενώ το ίδιο νέα παραμένει και η μητέρα του, την οποία συναντά λίγο αργότερα. Στην αρχή νομίζει ότι τρελαίνεται, πώς κάποιοι παίζουν μαζί του, αλλά σύντομα αντιλαμβάνεται ότι όσο εξωπραγματικό κι αν φαίνεται αυτό που του συμβαίνει, στηρίζεται σε απτά γεγονότα, οι γονείς του είναι ακόμη ζωντανοί – ή τουλάχιστον, εν μέρει ζωντανοί.
Την ίδια ακριβώς εποχή γνωρίζεται και με μια νέα γυναίκα που μένει στο ίδιο κτήριο μ’ αυτόν, την Κέι. Αυτοί είναι ουσιαστικά οι μοναδικοί θαμώνες της πολυκατοικίας τις νύχτες, καθώς τα υπόλοιπα διαμερίσματα χρησιμοποιούνται σα γραφεία, τα οποία αδειάζουν με το που πέφτει το σκοτάδι. Η Κέι λοιπόν εμφανίζεται κάποιο βράδυ στην πόρτα του μ’ ένα μισογεμάτο μπουκάλι σαμπάνια και του λέει ότι θα ήθελε να τον γνωρίσει καλύτερα. Έχοντας μόλις βγει από ένα τραυματικό γάμο, ο Χαράτα, δε νιώθει έτοιμος να δεσμευτεί και πάλι. Εξάλλου, πρέπει να ετοιμάσει και το σενάριο για μια τηλεοπτική σειρά που επείγει πολύ. Ωστόσο περισσότερο νωρίς παρά αργά υποκύπτει στην παράξενη γοητεία της γυναίκας και σύντομα γίνονται εραστές. Το μοναδικό μελανό σημείο στη σχέση τους είναι το ότι δεν του επιτρέπει να δει το στήθος της, αφού όπως του αποκαλύπτει είναι χαρακωμένο από αμέτρητες πληγές.
Για αρκετό καιρό ο ήρωάς μας περιφέρεται ανάμεσα σε δύο μυστηριώδεις και θαυμαστούς κόσμους. Συζητά για τα πάντα με την Κέι και κάνει συχνά έρωτα μαζί της, ενώ απολαμβάνει το ίδιο κάθε νέα συνάντηση με τους δικούς του. Ακόμη κι όταν ο πατέρας του τον επικρίνει έμμεσα για τη δουλειά του -«Οι συγγραφείς δεν μπορούν βασικά να νιώσουν πώς ζουν οι υπόλοιποι άνθρωποι»- αυτός δε χάνει το κέφι του, αφού δε νιώθει ότι τον αποπαίρνει. Στη συνέχεια μάλιστα προσπαθεί να του δώσει κουράγιο για να πάει μπροστά.
Καθώς όμως συμβαίνουν όλα αυτά κάτι αλλάζει στη ζωή του Χαράτα, κάτι που ο ίδιος δεν μπορεί να αντιληφθεί: γερνάει, αλλά δεν το βλέπει. Κάθε πρωί κοιτά τον εαυτό του στον καθρέφτη και βλέπει το ίδιο πρόσωπο, ενώ οι άλλοι κοιτάνε έναν άντρα που μέρα με τη μέρα καταρρέει. Του το λένε, μα δεν τους πιστεύει. Μέχρι που σε κάποια στιγμή απόλυτης αδυναμίας αντικρίζει κι αυτός την αλήθεια. Τότε αντιλαμβάνεται ότι το τίμημα της επαφής του με τον κάτω κόσμο είναι ακριβό. Δε θέλει ωστόσο να χάσει ξανά τους γονείς του. Τι να κάνει; Τι; Θα βρει τις απαντήσεις που ζητά, αλλά αυτές δε θα του αρέσουν.
Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που διαβάζεται μονορούφι και που, με το απροσδόκητό του τέλος, αφήνει μια μάλλον πικρή γεύση πίσω του. Μια ιστορία για τον έρωτα και την απώλεια, για τις προκαταλήψεις που αποκτούν σάρκα και οστά, για όλ’ αυτά που χάσαμε και για τ’ άλλα που ποτέ δεν είχαμε την τύχη να αποκτήσουμε.
No comments:
Post a Comment