Σαν μια μπαλάντα -μια γλυκόπικρη, μελαγχολική, αλλά την ίδια ώρα αισιόδοξη μπαλάντα- για το χρόνο που περνάει, για τους ανθρώπους και τις μνήμες που μας σημαδεύουν. Έτσι ακριβώς θα χαρακτήριζα αυτή τη νουβέλα της Μπανάνα Γιοσιμότο.
Αυτή η γιαπωνέζα συγγραφέας έχει μια μοναδική ικανότητα να σε κάνει να σκέφτεσαι σαν αυτοβιογραφικές όλες τις αφηγήσεις της. Καθώς συνηθίζει να γράφει στο πρώτο πρόσωπο, με μια γραφή που στα μάτια του αναγνώστη φαντάζει αθώα και πολύ αυτοαναφορική, καταφέρνει και πείθει πώς αυτά που περιγράφει τα έζησε.
Ετούτη η ιστορία μιλάει για τη Μαρία, τη Γιόκο και την Τσουγκούμι. Κυρίως για την Τσουγκούμι, που είναι ένας χαρακτήρας δουλεμένος με συγγραφικές ψιλοβελονιές. Την αφηγείται όμως η Μαρία, η ξαδέλφη των άλλων δύο, που μεγάλωσε μαζί τους σε μια πανσιόν, σε κάποια ανώνυμη παραλιακή πόλη στην Ιαπωνία.
Μια ιστορία για τρία κορίτσια, λοιπόν; Όχι ακριβώς. Μάλλον μια ιστορία για μια καταραμένη ψυχή, που γεννήθηκε μόνο και μόνο για να πεθάνει. Η Τσουγκούμι είναι άρρωστη εκ γενετής, ζει καθημερινά εν αναμονή του θανάτου, κι αφού δεν έχει τίποτ’ άλλο να χάσει, μεταβάλλεται σε ένα μικρό στην αρχή και μεγαλύτερο στη συνέχεια δυνάστη στις ζωές των γύρω της. Με τα συνεχή της ξεσπάσματα, με την σκληρότητα των λόγων και των πράξεων της, με τους παραλογισμούς της, μοιάζει να θέλει να φωνάξει στους άλλους τη δική της αλήθεια, να τους τη φτύσει κατάμουτρα: Ναι, σας κάνω και υποφέρετε, αλλά εγώ πεθαίνω.
Η αφηγήτριά μας, η Μαρία, είναι κάτι σαν ο ψυχαναλυτής της άτυχης κοπέλας. Την ακούει, την καταλαβαίνει, ανέχεται σχεδόν αδιαμαρτύρητα τα καπρίτσια και τις σκανδαλιές της και όταν μάλιστα μετακομίζει στο Τόκιο για να ζήσουν επιτέλους σαν οικογένεια με τον πατέρα της (που όταν γνώρισε τη μάνα της ήταν παντρεμένος και χρειάστηκε χρόνια και χρόνια για να χωρίσει), κάπου της λείπει η ιδιόρρυθμη ξαδέλφη της. Μετά την πρώτη της χρονιά εκεί, λοιπόν, επιστρέφει στην παραλιακή τους πόλη για να περάσει το καλοκαίρι. Ένα καλοκαίρι στη διάρκεια του οποίου θα συμβούν πολλά και συνταρακτικά που θα φέρουν τα πάνω κάτω σε όλων τις ζωές: Η Τσουγκούμι θα νιώσει, το ανήκουστο, συμπάθεια για ένα σκύλο, θα ερωτευτεί, θα φλερτάρει με το έγκλημα και θα φτάσει μιαν ανάσα πριν απ’ το θάνατο. Μέσα από τις αφηγήσεις του σήμερα και τις αναπολήσεις του χθες η Μαρία μας σκιαγραφεί με μαεστρία περισσή την προσωπικότητα της ξαδέλφης της, που έζησε μια ζωή είτε μέσα στον πόνο είτε προκαλώντας τον. Και είναι μια προσωπικότητα αξέχαστη, μια ηρωίδα τόσο παράξενη, που καταντά συναρπαστική. Και έχει και χιούμορ -μακάβριο, αλλά χιούμορ- αφού μόνο και μόνο για να ενοχλήσει τη... μελλοντική της βιογράφο, κάθεται και μαθαίνει πώς να γράφει με τον γραφικό χαρακτήρα του μακαρίτη του παππού τους και μετά πηγαίνει, δήθεν τρομαγμένη, το γράμμα στη Μαρία λέγοντάς της ότι το βρήκε στο γραμματοκιβώτιο, που όταν ήταν μικρές θεωρούσαν στοιχειωμένο. Η καημένη η κοπέλα διαβάζοντάς το, γραμμένο όπως είναι με τον τρόπο του αγαπημένου της παππού, νιώθει να της κόβεται η αναπνοή, αλλά ακόμη και τότε η άλλη δεν της λέει ότι πρόκειται για φάρσα. Την αφήνει να ζήσει τον εφιάλτη για να της αποκαλύψει την αλήθεια κάποια άλλη, άσχετη στιγμή.
Θα μπορούσα να παραθέσω ένα σωρό ατάκες και αποσπάσματα απ’ αυτό το βιβλίο, αλλά δεν θα το κάνω (ωστόσο, όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να τις βρει στο αγγλόφωνό μου μπλογκ). Θα πω απλά ότι η Γιοσιμότο μας χάρισε για μια ακόμη φορά ένα μικρό λογοτεχνικό διαμάντι: Λιτό, απέριττο, μεστό, τρυφερό και απολαυστικό!
No comments:
Post a Comment