«Αν και οι περισσότεροι άντρες επιλέγουν να γίνουν ναυτικοί επειδή τους αρέσει η θάλασσα, ο Ριούτζι ακολούθησε αυτό το δρόμο λόγω της αντιπάθειάς του για τη στεριά».
Αυτή το βιβλίο θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε απλά, με δυο λέξεις, σαν μια νουβέλα ενηλικίωσης. Το μόνο που δε μοιάζει καθόλου με τα κείμενα που παράγουν εδώ και δεκαετίες με τη σέσουλα οι αμερικανοί, αφού μιλά για ένα κόσμο μικρό, τεράστιο και σκληρό, όπου για να επιβιώσει κανείς πρέπει πολλές φορές να κάνει και πράγματα πέρα από κάθε ηθική και δίκαιο.
Ο Μισίμα γράφει για των ανθρώπων τα πάθη – άλλα μικρότερα, άλλα μεγαλύτερα. Και μας μιλά για το βάσανο της εφηβείας, ειδικά όταν μεγαλώνει κανείς σ’ ένα σπίτι χωρίς πατέρα. Υφαίνει με ψιλοβελονιές ακριβείας την ψυχοσύνθεση του νεαρού Νομπούρου, του οποίου η ζωή μοιάζει να αλλάζει αργά αλλά σταθερά, το μέσα του να απονεκρώνεται για να γίνει αποδεκτός από τους άλλους. Πού και πού αφήνει να εισβάλει λίγο φως στο σκοτάδι που τον τυλίγει, προτού το καταπνίξει κι αυτό, με τη βοήθεια κάποιων φίλων και συνένοχών του, μιας άτυπης συμμορίας, που μοιάζει να προετοιμάζεται για τα εγκλήματα του μέλλοντος.
Όλα αρχίζουν όταν ο Νομπούρου και η δυναμική, αλλά λίγο λειψή στα μητρικά της καθήκοντα, μάνα του γνωρίζουν τον Ριούτζι, ένα ναυτικό, ο οποίος ξόδεψε τη μισή του ζωή στη θάλασσα. Ο πρώτος πετά στα σύννεφα μετά την πρώτη συνάντηση, αφού ο τελευταίος εκπροσωπεί ότι περισσότερο αγαπά σ’ αυτό τον κόσμο: την ελευθερία. Αλλά κυρίως θαυμάζει τον νέο ναυτικό (νέο αφού είναι μόλις 34 χρόνων) γι’ αυτά που έζησε, για τις ιστορίες που του διηγείται ξανά και ξανά κάνοντας τη φαντασία του να καλπάζει. Η μητέρα του, η Φουσάκο, αρχικά νιώθει επιφυλακτική απέναντι στον Ριούτζι, αλλά πολύ σύντομα νιώθει κάποιου είδους συμπάθεια για κείνον και προτού περάσει καιρός πολύς τον ερωτεύεται, κάτι που δε ξεφεύγει από το γιο της, που εδώ και καιρό την παρακολουθεί πολύ στενά. Ο μικρός στην αρχή δεν έχει καμία αντίρρηση για το δεσμό τους, μοιάζει να τον επικροτεί μάλιστα. Και όσο περνά ο καιρός, κι αφού ο ναυτικός φεύγει για ένα ακόμη ταξίδι, τόσο μεγαλώνει κι η αγάπη του για τη θάλασσα. Οι κάρτες που του στέλνει ο τελευταίος και τα γραμματόσημα από όλα τα μέρη που επισκέπτεται, του κάνουν τη ζωή πολύχρωμη, και γιγαντώνουν το θαυμασμό του για τον άντρα. Ωστόσο όταν εκείνος επιστρέφει και ξανασμίγει με τη μάνα του, τα πράγματα αρχίζουν σιγά-σιγά να αλλάζουν. Αν και αρχικά του αρέσει η συμβίωση μαζί του, ενώ και η ιδέα του να πάρει αυτός τη θέση του πατέρα του δεν τον χαλά, όταν ο Ριούτζι δεν αντιδρά με την πρέπουσα οργή σ’ ένα μεγάλο συνεχόμενο παράπτωμά του, νιώθει κάτι να σπάει μέσα του και ξαφνικά τη θέση της αγάπης παίρνει η απέχθεια, το μίσος. Θέλει και πρέπει να τον τιμωρήσει, αμείλικτα.
Ο αυτόχειρας αυτός συγγραφέας μας παραδίδει ένα κείμενο υποδειγματικής λιτότητας. Λυρικό πού και πού, λίγο τρυφερό σε κάποια σημεία και απέραντα σκληρό σε άλλα, με φιλοσοφικές πινελιές εδώ κι εκεί, διαβάζεται εύκολα, αλλά αφήνει μια στυφή γεύση στο «στόμα». Είναι σαν να θέλει να μας πει ότι, σε μια ιστορία σαν κι αυτή, «ευτυχισμένο τέλος» δε θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει. Και συμφωνούμε απόλυτα μαζί του. Ένα μικρό, μεστό και πάντα επίκαιρο βιβλίο.
No comments:
Post a Comment