Η Μπανάνα Γιοσιμότο είναι μια απ’ τις πολλές γιαπωνέζες συγγραφείς που είχαν την τύχη να δουν τη δουλειά τους μεταφρασμένη σε διάφορες χώρες του εξωτερικού, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Η Μπανάνα Γιοσιμότο είναι μια συγγραφέας που αν έγραφε στα ελληνικά, δεν θα έβρισκε καθόλου εύκολα εκδότη, εκτός κι αν είχε φυσικά τις αναγκαίες γνωριμίες. Και γιατί αυτό; Απλά επειδή γράφει μικρές ιστορίες, επειδή το μακροσκελές μυθιστόρημα αποτελεί κάτι άγνωστο γι’ αυτήν. Αλλά και γιατί το γράψιμό της είναι πολύ απλό, καθόλου επιτηδευμένο. Μπορεί στα κείμενά της, αν το ψάξει κανείς το θέμα, να βρει ένα σωρό ατάκες, αλλά πουθενά δεν θα συναντήσει τη σπουδή. Ακόμη κι εκεί που αναμιγνύει το πραγματικό με το φανταστικό, το κάνει με τόσο απλό τρόπο, που μοιάζει φυσικός. Λες και τα φαντάσματα απλά είναι όλη την ώρα εκεί, τα βλέπουμε καθημερινά και συνομιλούμε μαζί τους. Η λιτότητα, η ελλειπτικότητα, είναι πλούτος, μοιάζει να είναι το μήνυμα που μας έρχεται από την Άπω Ανατολή.
Ο ανά χείρας τόμος φιλοξενεί έξη διηγήματα που κινούνται ανάμεσα στο ρεαλισμό και τη φαντασία, αλλά που έχουν ωστόσο ένα κοινό άξονα: την ελπίδα.
Το Newlywed είναι η ιστορία ενός άντρα, που καθώς επιστρέφει στο σπίτι του, μετά από μια νύχτα διασκέδασης αποφασίζει, έτσι στα ξαφνικά, να μην σταματήσει στο σταθμό του, αλλά να παραμείνει στο τρένο, αφού δεν θέλει να επιστρέψει στη γυναίκα του και την καθημερινή τους ζωή. Από εκείνον ακριβώς, όμως, το σταθμό επιβιβάζεται στο βαγόνι του ένα βρώμικος γέρο αλήτης, ο οποίος πηγαίνει και κάθεται δίπλα του. Όλοι οι υπόλοιποι επιβάτες αλλάζουν βαγόνι αφού δεν μπορούν ν’ αντέξουν τη μυρωδιά του, αλλά εκείνος παραμένει εκεί. Ο φαινομενικά εκείνος παρείσακτος προσπαθεί να τον πιάσει στην κουβέντα, αλλά δεν του απαντά, μέχρι που μεταμορφώνεται, σαν από θαύμα, σε μια ξένη όμορφη γυναίκα, που κάθεται μαζί του και συζητά αυτά που τον απασχολούν, προσφέροντάς του μ’ αυτό τον τρόπο κάποιου είδους λύτρωση.
Το Lizard μιλά για μια γυναίκα που «έμοιαζε σαν φιγούρα από πίνακα του Νταλί,» που από τη στιγμή που είδε ο αφηγητής το τατουάζ με τη Σαύρα στο μηρό της, το ήξερε, όπως μας λέει, ότι έπρεπε να είναι μαζί της. «Φαίνονταν ν’ ανήκει σ’ ένα διαφορετικό είδος ανθρώπου – που ζει μόνιμα στο σκοτάδι.» «Είναι καλή στο να νιώθει από που πηγάζουν οι ασθένειες των ανθρώπων.» «Θέλει να χρησιμοποιήσει το χάρισμα της για να βοηθήσει τους άλλους.» «Εύχομαι να υπήρχε μια ανώτερη δύναμη,» λέει η ίδια, «αλλά δεν υπάρχει, έτσι πρέπει να τα κάνουμε όλα μόνοι μας.» Κι όταν πεθάνει «θέλει να πάει στην κόλαση, επειδή εκεί θα υπάρχουν περισσότεροι για να γιατρέψει.» Η περίληψη, δίχως καμία παρεμβολή, από τον υπογράφοντα.
Σειρά παίρνει το Helix η ιστορία ενός συγγραφέα και της συντρόφου του, που τον καλεί να τη συναντήσει στις εννέα το βράδυ, σε μια καφετέρια που κλείνει στις οκτώ. Εκείνος νομίζει ότι του κάνει πλάκα και προσπαθεί ανεπιτυχώς να επικοινωνήσει μαζί της. Στο τέλος, κι αφού δεν έχει άλλη επιλογή, πηγαίνει στο καθορισμένο σημείο της συνάντησης. Κι εκείνη είναι εκεί – μόνη, μέσα σ’ ένα μαγαζί κλειστό. Αφού τον σερβίρει μια μπύρα, του λέει ότι θα συνοδεύσει μια φίλη της, σ’ ένα πρόγραμμα «αποφόρτισης» από τις περιττές αναμνήσεις, που σε βοηθά να ξεκινήσεις απ’ την αρχή ξανά. Συζητάνε πολύ γι’ αυτό το θέμα καθώς εκείνος προσπαθεί να την πείσει ότι καμιά ανάμνηση δεν είναι περιττή. Εξάλλου, επιμένει, τι θα γίνει αν μαζί με τις κακές αναμνήσεις σβήσει και τις καλές; Εκείνη, είναι αποφασισμένη, και του λέει ότι αυτό είναι αδύνατον να συμβεί. Καθώς φεύγουν από εκεί ακούν μια εκκωφαντική έκρηξη και βλέπουν ένα κτήριο να τινάζεται σχεδόν στον αέρα. Μπροστά στο παράλογο σκηνικό, ο άντρας αφηγητής αρχίζει ν’ αναλογίζεται τη σχέση τους και όλα αυτά που τους κρατάνε μαζί, που τους δένουν δίχως να τους πνίγουν, τις όμορφες κοινές τους αναμνήσεις. Κι εκείνη, σηκώνοντας το βλέμμα του λέει: «Αυτό ήταν πολύ όμορφο. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.» Έτσι απλά.
Το Dreaming of Kimchee είναι μια ιστορία λαθών και ενοχών. Ένας άντρας χωρίζει από τη γυναίκα του για να παντρευτεί την ερωμένη. Και τους δύο, αλλά περισσότερο τη γυναίκα, την ταλανίζουν οι ενοχές γι’ αυτό που έγινε, για το κακό που προκάλεσε, και όσο περνά ο καιρός τόσο πιο ανασφαλής νιώθει για το γάμο της, αφού η πρώην την προειδοποίησε ότι ο άντρας δεν θ’ αλλάξει ποτέ, ότι πάντα θα κυνηγά άλλες γυναίκες. Μια γλυκόπικρη ιστορία που τελειώνει με ένα κοινό για το ζευγάρι όνειρο (του ύπνου) και το κεράκι της ελπίδας να σιγοκαίει.
Ένα κορίτσι μεγαλώνει στη φύση, ανάμεσα στα μέλη μιας σέκτας, στην οποία προσηλυτίστηκαν οι γονείς της όταν ήταν μικρή. Όταν φτάνει στα δεκαοκτώ της, όμως, νιώθει να πνίγεται στα περιορισμένα όρια της μικρής εκείνης κοινωνίας και φεύγει για την πόλη. Το τι θα δει και πώς θα ζήσει εκεί το μαθαίνουμε μέσα από την ιστορία Blood and Water, που μας μιλά για τους τρόπους που τα αντίθετα πολλές φορές έλκονται, για τους τρόπους που βρίσκει η ζωή να μας δείχνει το δρόμο, που πρέπει ν’ ακολουθήσουμε.
Η συλλογή κλείνει με το A Strange Tale from Down by the River. Και είναι όντως μια παράξενη ιστορία αυτή καθώς μας μιλά για μυστικά και ψέματα, για κόσμους που άλλοτε μας γέμιζαν, αλλά τώρα μας απωθούν, για το πως μπορούμε να βρούμε στο απλό και καθημερινό εκείνο που ψάχναμε στο πολύπλοκο και ψυχοφθόρο. Μια ιστορία για τα κρυμμένα μυστικά που κάποτε βγαίνουν στο φως, άλλοτε για να μας στοιχειώσουν, κι άλλοτε για να μας προσφέρουν τη λύτρωση. Ο κύριος χαρακτήρας είναι μια νέα γυναίκα, που για μια περίοδο της ζωής της ήταν εθισμένη... στο σεξ. Απλά της άρεσε να κάνει σεξ συνέχεια και κατ’ επανάληψη. Με άντρες, με γυναίκες, με πολλαπλούς συντρόφους και τα λοιπά. Μέχρι που κάποια στιγμή αρρωσταίνει κι αποφασίζει ν’ αλλάξει ζωή. Έτσι, σβήνει με μια μονοκοντυλιά το παρελθόν και βάζει πλώρη για το μέλλον. Εκείνο το μέλλον, όπου της έχει ταμένο η μοίρα να γνωρίσει ένα πολύ καλό άντρα, και να μάθει ένα φοβερό μυστικό. Κάποτε, όμως, το παρελθόν και το παρόν της θα συναντηθούν κι αυτό θα απειλήσει τις νέες ισορροπίες. Ποιο να είναι, άραγε, το νήμα, που δένει τα δύο άκρα; Ποιο είναι εκείνο το σημείο όπου συναντιούνται και χωρίζουν; Η συγγραφέας μ’ αυτή την ιστορία μοιάζει να μας κλείνει το μάτι και να λέει: «Κάποια μυστικά είναι καλύτερα να μην μένουνε κρυμμένα.»
Σαν ποτάμι ρέει η αφήγηση σ’ αυτές τις ιστορίες, που μιλάνε για τους ανθρώπους και τις ψυχές, για τις δυνάμεις και τις αδυναμίες τους. Που μας θυμίζουν απλά, ότι είμαστε άνθρωποι.
No comments:
Post a Comment