Thursday, June 2, 2011

Γιούκιο Μισίμα – Ο ναός της αυγής

Στην Ταϊλάνδη, την Ινδία και, φυσικά, την Ιαπωνία μάς ταξιδεύει ο τρίτος τόμος από την τετραλογία της «Θάλασσας της γονιμότητας» του Γιούκιο Μισίμα.
     Σ’ αυτό το βιβλίο κεντρικός πρωταγωνιστής είναι (και πάλι, θα λέγαμε) ο δικηγόρος Χόντα, που κυνηγημένος ακόμη από τους δαίμονες, αλλά και τις πεποιθήσεις του παρελθόντος μοιάζει τώρα να βρίσκεται σε μια φάση αναζήτησης. Αφού τον είδαμε στο προηγούμενο βιβλίο να παρατάει την καριέρα του σαν δικαστικού για να αναλάβει την υπεράσπιση κάποιων φανατικών νέων, που λίγο έλειψε να καταφέρουν ένα τρομοκρατικό κτύπημα στην καρδιά της ιαπωνικής κοινωνίας, τώρα τον συναντάμε -επιτυχημένο πια δικηγόρο- να ταξιδεύει στην Μπανγκόκ για λογαριασμό μιας μεγάλης εταιρίας. Πρέπει να επιλύσει ένα νομικό πρόβλημα που προέκυψε με κάποιον από τους συνεργάτες τους και ο ίδιος δεν τρέφει καμία απολύτως αμφιβολία ότι θα τα καταφέρει.
     Το ταξίδι αυτό ωστόσο θα ξυπνήσει μέσα του κάποιες αναμνήσεις, θα φέρει στο μυαλό του το θάνατο δύο νέων ανθρώπων και τη σιγουριά ενός από αυτούς ότι θα γεννιόταν ξανά σαν μια πριγκίπισσα στην Ταϊλάνδη. Ο Χόντα, πιστός όσο άλλος κανείς στην ιδέα της μετεμψύχωσης, όταν του δίνεται η ευκαιρία επιδιώκει και επιτυγχάνει μια συνάντηση με την εφτάχρονη πριγκίπισσα Σεληνόφως, που σύμφωνα με τις κακές γλώσσες δεν τα έχει τετρακόσια. Η συνάντηση επιβεβαιώνει τις υποψίες του, αφού πολύ νωρίς του αποδεικνύει ότι όντως είναι η μετεμψύχωση του νεκρού του φίλου, αφού του περιγράφει γεγονότα τα οποία θα ήταν αδύνατον να γνωρίζει.
     Ο Χόντα, ταραγμένος αλλά και ανακουφισμένος από την ανακάλυψη, ξοδεύει τον υπόλοιπο χρόνο του στην Μπανγκόκ, περιφερόμενος από τον ένα ναό στον άλλο, μελετώντας τις διαφορετικές εκδοχές του βουδισμού, αλλά και επισκεπτόμενος παρέα με τη μικρή πριγκίπισσα ένα λίγο πολύ εξωτικό προορισμό. Ο συγγραφέας, δοθείσης της ευκαιρίας, κάνει εκτενείς αναφορές στην ιστορία της χώρας, αλλά και της πόλης.
     Όταν ο πρωταγωνιστής φέρνει εις πέρας με επιτυχία την αποστολή του εκεί, αποδέχεται με χαρά την προσφορά των εργοδοτών του για ένα ταξίδι. Αναχωρεί λοιπόν για την Ινδία, έχοντας και πάλι κατά νου τις πνευματικές αναζητήσεις. Εκεί έρχεται σ’ επαφή μ’ ένα πολιτισμό πολύ διαφορετικό απ’ αυτόν της γειτονικής χώρας, μαθαίνει αρκετά πράγματα, αλλά φτάνει και σε αρκετές συνειδητοποιήσεις σε σχέση με τη ζωή του.
     Επιστρέφοντας στην Μπανγκόκ συναντάει για μια τελευταία φορά την πριγκίπισσα Σεληνόφως, η οποία εκδηλώνει την επιθυμία να ταξιδέψει μαζί του στην Ιαπωνία, κάτι το οποίο φυσικά δεν θα της επέτρεπαν οι δικοί της. Καθώς τα σύννεφα του πολέμου αρχίζουν να εξαπλώνονται πάνω από την Ασία, το 1941, ο Χόντα γυρίζει στη χώρα του.
     Εκεί είναι που τον συναντάμε δώδεκα χρόνια μετά, συνταξιούχο πια, να ζει μια ζωή δίχως νόημα και σκοπό. Έχοντας κερδίσει μια δίκη που του έχει αποφέρει πολλά εκατομμύρια σαν αμοιβή, δεν έχει πια ανάγκη τη δουλειά, αλλά και δεν έχει καμία απολύτως όρεξη να δουλεύει κιόλας. Έτσι ξοδεύει το χρόνο του χτίζοντας ένα σπίτι μακριά από την πόλη, περιφερόμενος από το ένα μέρος στο άλλο, έχοντας συζητήσεις με αδιάφορους και μη ανθρώπους, και πάρε δώσε με μερικούς εξαιρετικά εκκεντρικούς χαρακτήρες. Αυτά μέχρι που καταφθάνει στα μέρη του η πριγκίπισσα Σεληνόφως, η οποία με την παρουσία της και μόνο του αναστατώνει την καθημερινότητα. Το μικρό κοριτσάκι που είχε άλλοτε γνωρίσει έχει τώρα μεταμορφωθεί σε μια όμορφη νέα γυναίκα, που ξυπνάει μέσα του τον πόθο. Ο έρωτάς του που παραπαίει ανάμεσα στη μανία και τη διαστροφή, τον κάνει πού και πού να χάνει τα λογικά του, να ενεργεί απερίσκεπτα. Η λύση τελικά στο πρόβλημά του θα δοθεί με τρόπο αρχικά απρόβλεπτο και μετά τραγικό. Ο συγγραφέας μοιάζει να θέλει να μας πει ότι όλη η ζωή του ήρωά του υπήρξε μια παταγώδης αποτυχία. Κι ας υπήρξε ο χρονικογράφος πολλών ζωών.
     Συγκρίνοντας αυτό τον τόμο με τους προηγούμενους θα λέγαμε ότι τον βρήκαμε κάπως «βαρετό», μια και σε αρκετά σημεία θυμίζει δοκίμιο. Εδώ ο συγγραφέας μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη φιλοσοφία παρά για την πλοκή, γεγονός που αφαιρεί από το κείμενο κάτι από την αναγνωστική απόλαυση. Ωστόσο, υπάρχει η πιθανότητα το τέταρτο βιβλίο να δικαιώσει αυτή του την επιλογή. Θα δείξει.

2 comments:

  1. Μόλις σήμερα ανακάλυψα αυτό το μπλογκ σου (*)
    κι ομολογώ ότι έχω μέινει άναυδη!
    (Διότι συνδυάζει δυό από τις μεγάλες μου αγάπες, τα βιβλία και την ιαπωνία!)

    Πριν 6 χρόνια περίπου, διάβασα μέσα σ ένα χειμώνα όλα τα βιβλία του Μίσιμα που υπήρχαν στη δανειστική βιβλιοθήκη της γειτονιάς μου-εκείνο το αίσθημα που, βυθίζεσαι στην ατμόσφαιρα ενός συγγραφέα και δεν θέλεις να βγεις, ψάχνεις οτιδήποτε δικό του ώστε να την κρατήσεις στη ζωή σου όσο γίνεται περισσότερο!

    Να σου σύστηνα τους Μύθους των Οτόρι, της Lean Hern (εκ του Λευκάδιος Χερν); Μπορεί να μην είναι αυτό που λέμε λογοτεχνία, είναι όπως υπέροχη, παραμυθένια ιαπωνία. Κι επίσης είναι χορταστικό: 4 βιβλία!


    (*) ψάχνοντας για το τσεκούρι, το κότο και το χρυσάνθεμο, διότι μόλις τώρα ανακάλυψα την αστυνομική λογοτεχνία της άγρα (μέσω του Η μανία με τον καραβάτζο, που με ενθουσίασε)

    ReplyDelete
  2. Λεμόνι, χαίρομαι που σου αρέσει τόσο πολύ η γιαπωνέζικη λογοτεχνία. Κάνω ό,τι μπορώ για να προβάλω και κάποιους συγγραφείς που δεν είναι και τόσο γνωστοί στα μέρη μας, αν και είναι κομμάτι δύσκολο μια και δεν μεταφράστηκαν στα ελληνικά. Οι ιάπωνες έχουν μεγάλη παράδοση στην αστυνομική λογοτεχνία και μερικά από τα βιβλία τους, ειδικά αυτά που είναι γραμμένα από γυναίκες, είναι πολύ αξιόλογα.

    ReplyDelete