Συνεχίζοντας με τις αναγνώσεις της ιαπωνικής λογοτεχνίας παίρνουμε στα χέρια μας το Μια προσωπική υπόθεση του Κενζάμπουρο Όε, ένα μυθιστόρημα σκληρό και σκοτεινό που μιλά με ωμή γλώσσα για των ανθρώπων τα πάθη και τα λάθη, τις δειλίες και τους μικρούς ηρωισμούς.
Βασικός πρωταγωνιστής σ’ αυτή την ιστορία είναι ο Μπερντ, ένας αντικοινωνικός και περίκλειστος στον κόσμο του καθηγητής, που από τη μια στιγμή στην άλλη βρίσκεται αντιμέτωπος μ’ ένα μεγάλο πρόβλημα: η γυναίκα του έχει μόλις φέρει στον κόσμο ένα αφύσικο μωρό, που μοιάζει να έχει δύο κεφάλια.
Στη θέα και μόνο του γιου του ο Μπερντ μοιάζει να χάνει τα λογικά του και προσπαθώντας να ξεφύγει απ’ την σκληρή πραγματικότητα που τον περιβάλλει επισκέπτεται μια φίλη από τα παλιά. Η Χιμίκο τον δέχεται αδιαμαρτύρητα στο σπίτι και τη ζωή της και του παρέχει όλη τη φροντίδα και κατανόηση που ποτέ δε γνώρισε απ’ τη γυναίκα του. Ωστόσο, η εικόνα του κακόμοιρου παιδιού του, που μάλλον πρέπει να πεθάνει για να μην καταντήσει φυτό, τον κυνηγά συνεχώς, τον στοιχειώνει, δεν τον αφήνει για στιγμή να ησυχάσει.
Τι να κάνει, λοιπόν; Ν’ αφήσει τους γιατρούς ν’ ανοίξουν το κεφάλι του μωρού προσπαθώντας να το γιατρέψουν; Ή, να επιχειρήσει προσωπικά να βάλει τέλος σ’ αυτή τη φάρσα που του έκανε η ζωή;
Ο Μπερντ είναι ένας αντιήρωας με τα όλα του -δεν είναι τυχαίο ότι σε κάποιο σημείο του μυθιστορήματος γίνεται αναφορά στον Κάφκα- και σαν τέτοιος μοιάζει να ισορροπεί σ’ ένα τεντωμένο σκοινί, που είτε θα τον οδηγήσει σε μια μικρή λύτρωση ή στην απόλυτη καταστροφή. Μεγάλο το δίλημμα που έχει να αντιμετωπίσει και κανείς δεν μπορεί να προδικάσει την απόφασή του. Θα προσπαθήσει άραγε κι αυτή τη φορά να θάψει τα προβλήματά του κάτω από το χαλί, ή θα σταθεί επιτέλους δυνατός και θα τα αντιμετωπίσει;
Ο συγγραφέας, με αφορμή την ιστορία, κάνει κι ένα σχόλιο για τη σύγχρονη ιαπωνική κοινωνία, που όλο και αλλάζει, που όλο και κινείται με πιο γρήγορες ταχύτητες, που όλο και κυλάει πιο βαθιά στο μηδενισμό. Και δε συμπεριφέρεται με ιδιαίτερη συμπάθεια στους ήρωές του. Τους αφήνει να πληγώνονται και να ματώνουν ασύστολα, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην πραγματικότητα. «Οι άνθρωποι πια δε ζουν, μονάχα επιβιώνουν», μοιάζει να είναι το μήνυμά του.
No comments:
Post a Comment