Το «Κυνηγετικό όπλο» είναι το βιβλίο που καθιέρωσε το συγγραφέα του στο λογοτεχνικό κανόνα της χώρας του.
Πρόκειται για μια νουβέλα που, γραμμένη εξήντα χρόνια πριν, καταπιάνεται μ’ ένα ερωτικό τρίγωνο. Ακολουθώντας τ’ αχνάρια του Ρασομόν του Ακουταγκάουα, ο συγγραφέας μας δίνει την ιστορία του μέσα από τις αφηγήσεις τριών διαφορετικών ατόμων: της Σιόκο, κόρης της ερωμένης, της Μιτόρι, συζύγου του εραστή και τέλος της ίδιας της Σάικο, της πέτρας του σκανδάλου. Μέσα από τις διακριτικές τους φωνές μαθαίνουμε τα πάντα για τον παράνομο έρωτα και ρίχνουμε μια βαθιά ματιά στη γυναικεία ψυχολογία. Η λέξη προδοσία κάνει την εμφάνισή της ξανά και ξανά, ή μάλλον υπονοείται, στη διάρκεια της αφήγησης, της οποίας τελικά το πιο μεγάλο θύμα είναι η αθώα Σιόκο – αυτή που δεν μπορεί να καταλάβει πώς μπορούσε η μητέρα της να της λέει ψέματα για χρόνια και χρόνια, να ζει μια ζωή διαφορετική από εκείνη που η ίδια γνώριζε. Διαβάζουμε κάπου: «Μέχρι τώρα πίστευα ότι η αγάπη ήταν σαν τον ήλιο, ολόλαμπρη και ένδοξη, για πάντα ευλογημένη από τον Θεό και τους ανθρώπους. Πίστευα ότι η αγάπη αναπτυσσόταν σιγά σιγά σαν ένα καθαρό ρυάκι, που στραφταλίζει όμορφα κάτω από τη λιακάδα και φτιάχνει αμέτρητες φυσαλίδες στο πέρασμα του ανέμου, και προστατεύεται από τις όχθες του, που είναι καλυμμένες με γρασίδι, δέντρα και λουλούδια. Αυτό πίστευα ότι ήταν η αγάπη. Ποτέ μου δε θα μπορούσα να φανταστώ μια αγάπη κρυμμένη από τον ήλιο, που να κυλά απ’ το πουθενά στο πουθενά, και να είναι βαθιά θαμμένη κάτω από τη γη σαν ένα υπόγειο ρέμα…»
Η Σιόκο μαθαίνει για την απαγορευμένη αυτή αγάπη από τα ημερολόγια της μάνας της, που αν και νεκρή, έχει ακόμη φωνή. Και μ’ αυτήν ακριβώς τη φωνή θα προσπαθήσει να πει τη δική της πλευρά της ιστορίας, να εξηγήσει τους λόγους που την οδήγησαν μέχρι εκεί. Τραγική φιγούρα κι αυτή της Μιτόρι, που αν και γνώριζε για το δεσμό δεν έκανε κάτι για να τον εμποδίσει, αφού γι’ αυτήν πάνω απ’ όλα μετρούσε η ισορροπία στη δική της οικογένεια, μια ισορροπία που σίγουρα θα διαταρασσόταν αν ερχόταν σε σύγκρουση με τον άντρα της. Για χρόνια και χρόνια κατάπινε το δηλητήριο και η καρδιά της είχε γεμίσει θλίψη: «Το ήξερες ότι εκτός από τα τριάντα χρώματα που υπάρχουν συνήθως στα κουτιά με τις μπογιές ζωγραφικής -κόκκινο, μπλε κτλ- έχει και η λύπη το δικό της χρώμα, που διακρίνεται εύκολα από το ανθρώπινο μάτι;» αναλογίζεται κάπου η Σιόκο. Μ’ αυτό ακριβώς το χρώμα είναι καλυμμένες όλες οι γυναικείες υπάρξεις σ’ αυτή την ιστορία.
Ο συγγραφέας βλέπει πού και πού με συμπάθεια τους ήρωές του, αλλά δεν τους χαρίζεται. Τους φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με τα λάθη και τα πάθη τους, δεν τους χτυπά και τόσο σκληρά, αλλά ούτε και τους χαϊδεύει. Σα να τους λέει: Ας προσέχατε!
Μινιμαλιστικό, καλογραμμένο και με ουσία. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από ένα βιβλίο;
No comments:
Post a Comment